Τι φέρνουν στην ελληνική οικονομία οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες

Του Τάσου Δασόπουλου 

Σε νέα εποχή μπαίνει πλέον και επίσημα η οικονομική πολιτική, με την επαναφορά των περιορισμών για χρέος, έλλειμμα και την οροφή αύξησης των πρωτογενών δαπανών, που θα οριστικοποιηθούν τον Σεπτέμβριο.

Το τελευταίο μέγεθος είναι η νέα και πιο σημαντική "πινελιά" που μπήκε στους νέους δημοσιονομικούς κανόνες. Η μεσοσταθμική αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3%, που δεν ανακοίνωσε μεν επίσημα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά γνωστοποιήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, είναι ο πρώτος και μοναδικός δείκτης με τον οποίο η Ελλάδα θα κρίνεται από τις Βρυξέλλες και σε δεύτερο βαθμό και από τις αγορές. 

Τα όρια θα οριστικοποιηθούν στη διαπραγμάτευση που θα γίνει από σήμερα μέχρι και τον Σεπτέμβριο, αλλά δεν θα υπάρχει περίπτωση να αναθεωρηθούν για όλη την διάρκεια του 4ετούς μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού πλάνου. Αυτό, από μόνο του μεταφέρει το βάρος της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα τέσσερα από τις δαπάνες, οι οποίες ως γνωστό επηρεάζουν και την πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους που είναι και το βασικό ζητούμενο, στην υπεραπόδοση των φόρων. Αν οι φόροι συνεχίσουν να αυξάνονται πάνω από τους στόχους, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, τότε το ΥΠΕΘΟ θα έχει το περιθώριο να μειώσει φόρους και ειδικά τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες παρά τις μειώσεις κατά 4,6% των τελευταίων πέντε ετών, είναι από τις υψηλότερες στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ. 

Ο νέος κανόνας του ελλείμματος 

Ωστόσο δεν είναι ο μόνος περιορισμός που θα πρέπει να έχει κατά νου το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Ένας δεύτερος δείκτης που σχετίζεται και με τις δαπάνες, είναι το σχεδόν "ξεχασμένο" δημοσιονομικό έλλειμμα. Λόγω του υψηλού επιπέδου του χρέους, η Ελλάδα επιφορτίζεται με την υποχρέωση να διατηρεί την ίδια περίοδο και το δημοσιονομικό της έλλειμμα όχι κάτω από το 3% του ΑΕΠ όπως ίσχυε με το παλιό Σύμφωνα Σταθερότητας, αλλά κάτω από 1,5% του ΑΕΠ. Και αυτή η συνθήκη είναι πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα ώστε η πορεία του χρέους να παραμείνει σταθερά πτωτική για το τετραετές πλάνο και ίσως και μετά το τέλος του, αφού το ελληνικό χρέος δεν αναμένεται να προσεγγίσει το 100% του ΑΕΠ μέχρι και το τέλος του 2027. 

Η μείωση του χρέους 

Οι δύο παραπάνω περιορισμοί, μαζί με ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στις οποίες η Ελλάδα θα έχει την "ιδιοκτησία", θα πρέπει να οδηγήσουν σε μια ταχεία μείωση του δημοσίου χρέους από το 152,3% του ΑΕΠ που αναμένεται να υποχωρήσει στο τέλος του 2024, κοντά στο 120% του ΑΕΠ το 2027. 

Ο ρυθμός μείωσης θα καθορίζεται από το ετήσιο ονομαστικό ΑΕΠ, αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα πρέπει να παραμείνουν για πολλά χρόνια λίγο πάνω από το 2% του ΑΕΠ. Συνεπώς η Ελλάδα θα πρέπει εκτός των άλλων να διατηρήσει για πολλά χρόνια και θετικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.

 

Διαβάστε ακόμα:

ΤτΕ προς κυβέρνηση: Αποσυνδέστε τα επιδόματα από τις φορολογικές δηλώσεις - Δεν πηγαίνουν στους πραγματικά δικαιούχους

Σύσκεψη στο Υπ. Τουρισμού με εκπροσώπους του ΣΕΤΕ

2024-06-27T05:03:22Z dg43tfdfdgfd